ἀνατρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνατρεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να προκαλεί [[ανατροπή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την [[ανασκευή]], την [[αναίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνατρεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να προκαλεί [[ανατροπή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την [[ανασκευή]], την [[αναίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατρεπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να ανατρέψει [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατρεπτικός Medium diacritics: ἀνατρεπτικός Low diacritics: ανατρεπτικός Capitals: ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anatreptikós Transliteration B: anatreptikos Transliteration C: anatreptikos Beta Code: a)natreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A turning upside down, upsetting, ἐπιτήδευμα . . πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀ. Pl.R.389d; στομάχου Dsc.2.70; of the pulse (dub. sens.), Gal. 8.928, cf. 644; οἱ ἀ. διάλογοι Plato's refutative dialogues, as 'Euthydemus' and 'Gorgias', Thrasyll. ap. D.L.3.59, cf. Hermog.Meth. 10.

German (Pape)

[Seite 211] umkehrend, zerstörend, Plat. Rep. III, 389 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀνατρέπειν, καταστρεπτικός, πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν τε καὶ ὀλέθριον Πλάτ. Πολ. 389D· οἱ ἀνατρεπτικοὶ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ὡς π.χ. ὁ Εὐθύδημος καὶ ὁ Γοργίας, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 59. - Ἴδε Ἱστ. Ἀρχ. Ἑλλ. Φιλολ. Δοναλσ. (μετάφρ. Βαλέτα) τόμ. Α΄, σ. 100 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui bouleverse ; στομάχου DIOSC qui soulève l’estomac ; fig. qui réfute.
Étymologie: ἀνατρέπω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I trastornado λογισμός Procop.Gaz.M.87.201B.
II 1que vuelca, que hace zozobrar c. gen. ἐπιτήδευμα εἰσάγοντα πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν Pl.R.389d
de la leche que revuelve στομάχου Dsc.2.70
subst. τὸ ἀ. la capacidad de repeler del pulso, Gal.8.644, cf. 928.
2 refutatorio del diálogo platónico «Eutidemo», D.L.3.59, πεῦσις Hermog.Meth.10, cf. A.D.Coni.231.13.
III adv. -ῶς por refutación Epiph.Const.Haer.26.7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνατρεπτικός, -ή, -όν)
1. ικανός να προκαλεί ανατροπή, καταστρεπτικός
2. (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την ανασκευή, την αναίρεση
νεοελλ.
αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀνατρεπτικός: -ή, -όν, αυτός που έχει τη δύναμη να ανατρέψει κάτι, με γεν., σε Πλάτ.