ἀνακρέκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνακρέκομαι]] (Α)<br />[[ανακρούω]] όργανο, [[αρχίζω]] να [[παίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρέκω]] «[[χτυπώ]] τις χορδές μουσικού οργάνου»].
|mltxt=[[ἀνακρέκομαι]] (Α)<br />[[ανακρούω]] όργανο, [[αρχίζω]] να [[παίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρέκω]] «[[χτυπώ]] τις χορδές μουσικού οργάνου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακρέκομαι:''' Μέσ., [[βρίσκω]] τον τόνο, συντονίζομαι, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακρέκομαι Medium diacritics: ἀνακρέκομαι Low diacritics: ανακρέκομαι Capitals: ΑΝΑΚΡΕΚΟΜΑΙ
Transliteration A: anakrékomai Transliteration B: anakrekomai Transliteration C: anakrekomai Beta Code: a)nakre/komai

English (LSJ)

   A begin to play, ἐς σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται each bird tunes its voice for thee, AP9.562 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 193] ein Saiteninstrument zu schlagen anfangen, dah. übertr., εἰς σὲ ἅπας ὄρνισἀνακρέκεται, dir zu Ehren singt jeder Vogel, Crinag. 27 (IX, 562).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακρέκομαι: Μέσ., ἀνακρούω ἐντατὸν ὄργανον διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, φθέγγομαι, σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε κρέκω.

French (Bailly abrégé)

commencer à frapper les cordes d’une lyre, commencer à chanter ; εἴς τινα en l’honneur de qqn.
Étymologie: ἀνά, κρέκω.

Spanish (DGE)

cantar ναὶ δὲ σὲ ... ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται AP 9.562 (Crin.).

Greek Monolingual

ἀνακρέκομαι (Α)
ανακρούω όργανο, αρχίζω να παίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρέκω «χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου»].

Greek Monotonic

ἀνακρέκομαι: Μέσ., βρίσκω τον τόνο, συντονίζομαι, σε Ανθ.