ἄμφωτος: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]], πιθ. [[αντί]] <i>ἀμφόατος</i> ή -<i>ώατος</i>].
|mltxt=[[ἄμφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]], πιθ. [[αντί]] <i>ἀμφόατος</i> ή -<i>ώατος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμφωτος:''' -ον ([[οὖς]]), με [[δύο]] αυτιά, με [[δύο]] χερούλια - λαβές, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμφωτος Medium diacritics: ἄμφωτος Low diacritics: άμφωτος Capitals: ΑΜΦΩΤΟΣ
Transliteration A: ámphōtos Transliteration B: amphōtos Transliteration C: amfotos Beta Code: a)/mfwtos

English (LSJ)

ον, (οὖς)

   A two-eared, two-handled, Od.22.10: neut. as Subst., jar, Hierocl.Facet.35.

German (Pape)

[Seite 147] (οὖς). zweiöhrig, zweihenkelig, Hom. einmal, Od. 22, 10 ἄλεισον.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμφωτος: -ον, (οὖς) ὁ ἔχων δύο ὦτα, ἤτοι δύο λαβάς, Ὀδ. Χ. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux oreilles, à deux anses.
Étymologie: ἄμφω, οὖς.

Spanish (DGE)

v. ἀμφώτας.
-ον
1 de dos asas ἄλεισον Od.22.10.
2 subst. τὸ ἄ. ánfora Hierocl.Facet.35.

Greek Monolingual

ἄμφωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + οὖς, ὠτός, πιθ. αντί ἀμφόατος ή -ώατος].

Greek Monotonic

ἄμφωτος: -ον (οὖς), με δύο αυτιά, με δύο χερούλια - λαβές, σε Ομήρ. Οδ.