ἀνδράγρια: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδράγρια]], τα (Α)<br />τα [[λάφυρα]] από σκοτωμένο εχθρό και [[κυρίως]] η [[πανοπλία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρια</i>, πληθ. του -<i>αγριον</i> <span style="color: red;"><</span> [[άγρα]] «[[κυνήγι]]»].
|mltxt=[[ἀνδράγρια]], τα (Α)<br />τα [[λάφυρα]] από σκοτωμένο εχθρό και [[κυρίως]] η [[πανοπλία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρια</i>, πληθ. του -<i>αγριον</i> <span style="color: red;"><</span> [[άγρα]] «[[κυνήγι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδράγρια:''' -ων, τά ([[ἀνήρ]], [[ἄγρα]]), [[λάφυρα]] σκοτωμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδράγρια Medium diacritics: ἀνδράγρια Low diacritics: ανδράγρια Capitals: ΑΝΔΡΑΓΡΙΑ
Transliteration A: andrágria Transliteration B: andragria Transliteration C: andragria Beta Code: a)ndra/gria

English (LSJ)

τά,

   A spoils of a slain enemy, Il.14.509.

German (Pape)

[Seite 216] τά, die dem erlegten Manne abgenommene Beute, Hom. einmal, Il. 14, 509.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδράγρια: -ων, τά, λάφυρα φονευθέντος ἐχθροῦ, Ἰλ. Ξ. 509.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
dépouilles d’un ennemi.
Étymologie: ἀνήρ, ἄγρα.

English (Autenrieth)

(ἀνήρ, ἄγρη): spoils taken from men, spoils of arms, Il. 14.509†.

Spanish (DGE)

-ων, τά despojos, Il.14.509.

Greek Monolingual

ἀνδράγρια, τα (Α)
τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αγρια, πληθ. του -αγριον < άγρα «κυνήγι»].

Greek Monotonic

ἀνδράγρια: -ων, τά (ἀνήρ, ἄγρα), λάφυρα σκοτωμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ.