ἀμφίδασυς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίδασυς]], -εια, -υ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] από όλες τις πλευρές [[δασύς]], [[δασύτριχος]], [[πυκνόμαλλος]], [[τριχωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δασύς]].
|mltxt=[[ἀμφίδασυς]], -εια, -υ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] από όλες τις πλευρές [[δασύς]], [[δασύτριχος]], [[πυκνόμαλλος]], [[τριχωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δασύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίδᾰσυς:''' -εια, -υ, διακοσμημένος με δέντρα, λέγεται για την Αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίδᾰσυς Medium diacritics: ἀμφίδασυς Low diacritics: αμφίδασυς Capitals: ΑΜΦΙΔΑΣΥΣ
Transliteration A: amphídasys Transliteration B: amphidasys Transliteration C: amfidasys Beta Code: a)mfi/dasus

English (LSJ)

εια, υ,

   A shaggy or fringed all round, epith. of the Aegis, which was hung with θύσανοι, Il.15.309; also of the head of Marsyas, Simon.177.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδασυς: εια, υ, ὁ λάσιος, ὁ ἀμφοτέρωθενπανταχόθεν δασύς, ἐπίθ. τῆς αἰγίδος τοῦ Ἀπόλλωνος, ἔχε δ’ αἰγίδα… ἀμφιδάσειαν «κύκλῳ δασεῖαν διὰ τοὺς θυσάνους» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 309· ὡσαύτως καὶ περὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Μαρσύου, Ποιητής παρὰ Πλουτάρχ. 2. 456Β.

French (Bailly abrégé)

hérissé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, δασύς.

English (Autenrieth)

σεια (δασύς): shaggy all around, thick-fringed, epith. of the Aegis, Il. 15.309†.

Spanish (DGE)

(ἀμφίδᾰσυς) -εια, -υ
bordeado de flecos o simplemente espeso de la Egida Il.15.309
bien poblado χρυσῷ ... συνήρμοσεν ἀμφιδασείας κόρσας Simon.160D.

Greek Monolingual

ἀμφίδασυς, -εια, -υ (Α)
αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + δασύς.

Greek Monotonic

ἀμφίδᾰσυς: -εια, -υ, διακοσμημένος με δέντρα, λέγεται για την Αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.