διαβιόω: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
(big3_11)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. inf. διαβιῶναι E.<i>Fr</i>.1052.9, Pl.<i>Grg</i>.526a, part. διαβιούς X.<i>Mem</i>.4.8.2, Luc.<i>IConf</i>.17]<br /><b class="num">1</b> [[pasar la vida]] ἡ δ' εὐλάβεια ... τὸ διαβιῶναι μόνον ἀεὶ θηρωμένη E.l.c., c. constr. prep. ἐν ᾗ γὰρ ἂν ... διαβιῷ pues si (la música) en la que ha pasado la vida ocupado</i> Pl.<i>Lg</i>.802c, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἀθλίους ἐν σκοτεινῷ διαβιοῦν Luc.<i>DDeor</i>.14.2, ἐν ἰδιωτείᾳ διαβιοῦν I.<i>AI</i> 18.242, μετ' εὐνούχων καὶ παλλακῶν [[ἔνδον]] διαβιοῦντι D.Chr.4.113, c. adv. γενεαὶ διαβιοῦσαι πολλαὶ τοῦτον τὸν τρόπον Pl.<i>Lg</i>.679d, cf. Ael.<i>NA</i> 7.48, <i>TAM</i> 3(1).927.5 (Termeso, imper.), δικαίως διαβιῶναι Pl.l.c., cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.5.14.122, c. part. pred. del suj. ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας διαβιῶ Pl.<i>R</i>.365b, cf. <i>Grg</i>.473c, <i>Lg</i>.875b, οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι μελετῶν διαβεβιωκέναι; X.<i>Ap</i>.3, cf. <i>Mem</i>.4.8.4<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τῶν δὲ χαλεπῶν [[ἄπειρος]] διαβιώσῃ X.<i>Mem</i>.2.1.23<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. [[vivir]], [[pasar]] ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.<i>Men</i>.81b, cf. <i>Lg</i>.662d, τὸν [[ἐνθάδε]] χρόνον εὐτυχέστερον καὶ θεοφιλέστερον ἐκείνων διαβεβίωκεν Isoc.9.70, cf. X.<i>Mem</i>.4.8.2, Luc.<i>IConf</i>.17, c. ac. y part. ἵνα ὡς πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖ Pl.<i>Lg</i>.730c, cf. Plu.2.660e<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent., c. ac. int. πάνυ μετρίως καὶ μουσικῶς διαβιώσεται τὸν βίον Arr.<i>Epict.Fr</i>.8.<br /><b class="num">2</b> [[vivir de]], [[mantenerse de]] c. giro prep. τὰ χρήματα καὶ τὰς οὐσίας ... ἀφ' ὧν διαβιώσονται Plu.<i>Publ</i>.3, c. dat. instrum. κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσας Ael.<i>VH</i> 11.3.<br /><b class="num">3</b> [[sobrevivir]] ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἦ δύο LXX <i>Ex</i>.21.21, cf. Plu.2.438b, Procop.<i>Pers</i>.2.5.33.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. inf. διαβιῶναι E.<i>Fr</i>.1052.9, Pl.<i>Grg</i>.526a, part. διαβιούς X.<i>Mem</i>.4.8.2, Luc.<i>IConf</i>.17]<br /><b class="num">1</b> [[pasar la vida]] ἡ δ' εὐλάβεια ... τὸ διαβιῶναι μόνον ἀεὶ θηρωμένη E.l.c., c. constr. prep. ἐν ᾗ γὰρ ἂν ... διαβιῷ pues si (la música) en la que ha pasado la vida ocupado</i> Pl.<i>Lg</i>.802c, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἀθλίους ἐν σκοτεινῷ διαβιοῦν Luc.<i>DDeor</i>.14.2, ἐν ἰδιωτείᾳ διαβιοῦν I.<i>AI</i> 18.242, μετ' εὐνούχων καὶ παλλακῶν [[ἔνδον]] διαβιοῦντι D.Chr.4.113, c. adv. γενεαὶ διαβιοῦσαι πολλαὶ τοῦτον τὸν τρόπον Pl.<i>Lg</i>.679d, cf. Ael.<i>NA</i> 7.48, <i>TAM</i> 3(1).927.5 (Termeso, imper.), δικαίως διαβιῶναι Pl.l.c., cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.5.14.122, c. part. pred. del suj. ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας διαβιῶ Pl.<i>R</i>.365b, cf. <i>Grg</i>.473c, <i>Lg</i>.875b, οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι μελετῶν διαβεβιωκέναι; X.<i>Ap</i>.3, cf. <i>Mem</i>.4.8.4<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τῶν δὲ χαλεπῶν [[ἄπειρος]] διαβιώσῃ X.<i>Mem</i>.2.1.23<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. [[vivir]], [[pasar]] ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.<i>Men</i>.81b, cf. <i>Lg</i>.662d, τὸν [[ἐνθάδε]] χρόνον εὐτυχέστερον καὶ θεοφιλέστερον ἐκείνων διαβεβίωκεν Isoc.9.70, cf. X.<i>Mem</i>.4.8.2, Luc.<i>IConf</i>.17, c. ac. y part. ἵνα ὡς πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖ Pl.<i>Lg</i>.730c, cf. Plu.2.660e<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent., c. ac. int. πάνυ μετρίως καὶ μουσικῶς διαβιώσεται τὸν βίον Arr.<i>Epict.Fr</i>.8.<br /><b class="num">2</b> [[vivir de]], [[mantenerse de]] c. giro prep. τὰ χρήματα καὶ τὰς οὐσίας ... ἀφ' ὧν διαβιώσονται Plu.<i>Publ</i>.3, c. dat. instrum. κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσας Ael.<i>VH</i> 11.3.<br /><b class="num">3</b> [[sobrevivir]] ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἦ δύο LXX <i>Ex</i>.21.21, cf. Plu.2.438b, Procop.<i>Pers</i>.2.5.33.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· [[διάγω]], διαιτόμαι, [[διέρχομαι]], <i>χρόνον</i>, <i>βίον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη [[ζωή]] μου, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβῐόω Medium diacritics: διαβιόω Low diacritics: διαβιόω Capitals: ΔΙΑΒΙΟΩ
Transliteration A: diabióō Transliteration B: diabioō Transliteration C: diavioo Beta Code: diabio/w

English (LSJ)

fut. -ώσομαι: aor. 2 -εβίων, inf. -βιῶναι (also -βιῶσαι· ζῆσαι, Hsch.): pf.

   A -βεβίωκα Isoc.9.70:—live through, pass, χρόνον Pl.Lg.730c; τὸν βίον Id.Men.81b; τὸν ἐνθάδε χρόνον Isoc.l.c.: abs., spend one's whole life, δ. δικαίως Pl.Grg.526a: c. part., μελετῶν διαβεβιωκέναι X.Ap.3, Mem.4.8.4.    2 survive, Procop.Pers.2.5, al.    3 δ. ἀπὸ χρημάτων live on, Plu.Publ.3.

Greek (Liddell-Scott)

διαβῐόω: μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι :- ζῶ μέχρι τέλους, διέρχομαι (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· μετὰ μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
passer sa vie.
Étymologie: διά, βιόω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. διαβιῶναι E.Fr.1052.9, Pl.Grg.526a, part. διαβιούς X.Mem.4.8.2, Luc.IConf.17]
1 pasar la vida ἡ δ' εὐλάβεια ... τὸ διαβιῶναι μόνον ἀεὶ θηρωμένη E.l.c., c. constr. prep. ἐν ᾗ γὰρ ἂν ... διαβιῷ pues si (la música) en la que ha pasado la vida ocupado Pl.Lg.802c, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἀθλίους ἐν σκοτεινῷ διαβιοῦν Luc.DDeor.14.2, ἐν ἰδιωτείᾳ διαβιοῦν I.AI 18.242, μετ' εὐνούχων καὶ παλλακῶν ἔνδον διαβιοῦντι D.Chr.4.113, c. adv. γενεαὶ διαβιοῦσαι πολλαὶ τοῦτον τὸν τρόπον Pl.Lg.679d, cf. Ael.NA 7.48, TAM 3(1).927.5 (Termeso, imper.), δικαίως διαβιῶναι Pl.l.c., cf. Clem.Al.Strom.5.14.122, c. part. pred. del suj. ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας διαβιῶ Pl.R.365b, cf. Grg.473c, Lg.875b, οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι μελετῶν διαβεβιωκέναι; X.Ap.3, cf. Mem.4.8.4
en v. med. mismo sent. τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσῃ X.Mem.2.1.23
c. ac. int. vivir, pasar ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.Men.81b, cf. Lg.662d, τὸν ἐνθάδε χρόνον εὐτυχέστερον καὶ θεοφιλέστερον ἐκείνων διαβεβίωκεν Isoc.9.70, cf. X.Mem.4.8.2, Luc.IConf.17, c. ac. y part. ἵνα ὡς πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖ Pl.Lg.730c, cf. Plu.2.660e
en v. med. mismo sent., c. ac. int. πάνυ μετρίως καὶ μουσικῶς διαβιώσεται τὸν βίον Arr.Epict.Fr.8.
2 vivir de, mantenerse de c. giro prep. τὰ χρήματα καὶ τὰς οὐσίας ... ἀφ' ὧν διαβιώσονται Plu.Publ.3, c. dat. instrum. κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσας Ael.VH 11.3.
3 sobrevivir ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἦ δύο LXX Ex.21.21, cf. Plu.2.438b, Procop.Pers.2.5.33.

Greek Monotonic

διαβιόω: μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων, απαρ. -βιῶναι· διάγω, διαιτόμαι, διέρχομαι, χρόνον, βίον, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη ζωή μου, στον ίδ., σε Ξεν.