ἀξιόκτητος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιόκτητος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που αξίζει ν' αποκτηθεί.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιόκτητος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που αξίζει ν' αποκτηθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιόκτητος:''' -ον ([[κτάομαι]]), [[άξιος]] προς [[απόκτηση]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόκτητος Medium diacritics: ἀξιόκτητος Low diacritics: αξιόκτητος Capitals: ΑΞΙΟΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axióktētos Transliteration B: axioktētos Transliteration C: aksioktitos Beta Code: a)cio/kthtos

English (LSJ)

ον,

   A worth getting, X.Cyr.5.2.10, Paus.1.9.5, Philostr.Ep.9; ἐς φιλίαν Aristid.Quint. 3.18.

German (Pape)

[Seite 269] erwerbens-, besitzenswerth, Xen. Cyr. 5, 2, 10; auch Sp.; μισθός, angemessener Preis.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόκτητος: -ον, ὁ ἄξιος κτήσεως, ἄξιος νὰ γείνῃ κτῆμά τινος, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 10, Παυσ. 1. 9. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être acquis ou possédé.
Étymologie: ἄξιος, κτάομαι.

Spanish (DGE)

-ον
digno de obtenerse, valioso θυγάτηρ X.Cyr.5.2.10, de unos terrenos, Paus.1.9.5, ἐς φιλίαν Aristid.Quint.118.26, cf. Philostr.Ep.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιόκτητος, -ον)
εκείνος που αξίζει ν' αποκτηθεί.

Greek Monotonic

ἀξιόκτητος: -ον (κτάομαι), άξιος προς απόκτηση, σε Ξεν.