ἀνεξέταστος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέταστος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε [[εξέταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Νομ.)</b> (για μάρτυρες) [[εκείνος]] που δεν υποβλήθηκε σε [[ανάκριση]] από την αρμόδια δικαστική [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέταστος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε [[εξέταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Νομ.)</b> (για μάρτυρες) [[εκείνος]] που δεν υποβλήθηκε σε [[ανάκριση]] από την αρμόδια δικαστική [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεξέταστος:''' -ον ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:22, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξέταστος Medium diacritics: ἀνεξέταστος Low diacritics: ανεξέταστος Capitals: ΑΝΕΞΕΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anexétastos Transliteration B: anexetastos Transliteration C: aneksetastos Beta Code: a)nece/tastos

English (LSJ)

ον,

   A not searched out, not inquired into or examined, D.4.36, 21.218, Aeschin.3.22.    II without inquiry or investigation, Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ (The unexamined life is not worth living) Pl.Ap.38a. Adv. -τως Ph. 1.550, Plu.2.94d, etc.

German (Pape)

[Seite 223] unerforscht, ungeprüft, βίος Plat. Apol. 58 a; Dem. 4, 36; Sp. – Adv., Stob. flor. 15, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξέταστος: -ον, ὁ μὴ ἐξετασθείς, Δημ. 50. 16., 584. 10, Αἰσχίν. 57. 3. ΙΙ ἄνευ ἐρεύνης ἢ ἐξετάσεως, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α. ― Ἐπίρρ. -τως Φίλων 1. 550.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non examiné, non scruté;
2 qui ne recherche pas, qui n’examine pas.
Étymologie: ἀ, ἐξετάζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no investigado, no examinado, βίος Pl.Ap.38a, οὐδέν Isoc.9.42, D.4.36, Aeschin.3.22, D.21.218, Luc.Abd.8, μίξεις Ph.2.266, πρᾶγμα Ph.2.298, μηδὲν ἀ. ἔσεσθαι παρὰ τῷ θεῷ Athenag.Leg.36.2, γνώμη D.C.56.28.5, δόξα Alex.Aphr.in Metaph.724.16, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.p.198.6.
2 que no examina μήτε ... ἐνέργει ... ἀνεξέταστος y no actúes sin previo examen M.Ant.3.5.
II adv. -ως sin examinar Ph.1.550, Plu.2.94c, Luc.Cal.26, τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου ἀ. δεχόμεθα Basil.M.31.888B.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον)
εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση
νεοελλ.
(Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή
αρχ.
αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.

Greek Monotonic

ἀνεξέταστος: -ον (ἐξετάζω),
I. μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.
II. αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ.