ἀπηχής: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπηχής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[κακόηχος]], [[παράφωνος]]<br /><b>2.</b> [[εριστικός]].
|mltxt=[[ἀπηχής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[κακόηχος]], [[παράφωνος]]<br /><b>2.</b> [[εριστικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), [[κακόηχος]], [[δύσηχος]], μη [[αρμονικός]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπηχής Medium diacritics: ἀπηχής Low diacritics: απηχής Capitals: ΑΠΗΧΗΣ
Transliteration A: apēchḗs Transliteration B: apēchēs Transliteration C: apichis Beta Code: a)phxh/s

English (LSJ)

ές, (ἦχος)

   A discordant, v.l. in Pl.Phdr.257b (Hermias), cf. Aristid.Or.40(5).8, Luc.Vit.Auct.10; out of tune with one's surroundings, Alciphr.3.70.

German (Pape)

[Seite 290] ές, mißtönend, Luc. V. auct. 10; widerlich, unangenehm, ἄνθρωπος Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηχής: -ές, (ἦχος) κακόηχος, δυσάρεστος, Ἀριστείδ. 1. 506, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10: -ἐριστικός, Ἀλκίφρ. 3. 74.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
discordant.
Étymologie: ἀπό, ἦχος.

Spanish (DGE)

-ές
1 discordante, disonante εἴ τι ... ἀπηχὲς εἴπομεν Pl.Phdr.257b, μηδὲν ἀπηχὲς ... λέγειν Aristid.Or.29.8, φθέγμα Luc.Vit.Auct.10, de una frase, M.Ant.1.10
fig. absurdo, no razonable τῶν Ἰουδαίων θαῦμα Cyr.Al.M.73.656C.
2 fig. molesto, desagradable ἀπειλαί Thdt.M.81.1645D.
3 fig. que está fuera de lugar de un parásito, Alciphr.3.34.4.

Greek Monolingual

ἀπηχής, -ές (Α)
1. κακόηχος, παράφωνος
2. εριστικός.

Greek Monotonic

ἀπηχής: -ές (ἦχος), κακόηχος, δύσηχος, μη αρμονικός, σε Λουκ.