αὐτοετής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=αύτοετής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μέσα]] στο ίδιο [[έτος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>αὐτοετές</i><br />[[μέσα]] σ' ένα χρόνο, [[εντός]] του έτους.
|mltxt=αύτοετής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μέσα]] στο ίδιο [[έτος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>αὐτοετές</i><br />[[μέσα]] σ' ένα χρόνο, [[εντός]] του έτους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοετής:''' -ές ([[ἔτος]]), στον ή σχετικά με τον ίδιο χρόνο· επίρρ., <i>αὐτόετες</i>, μέσα στον ίδιο χρόνο, [[εντός]] του χρόνου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοετής Medium diacritics: αὐτοετής Low diacritics: αυτοετής Capitals: ΑΥΤΟΕΤΗΣ
Transliteration A: autoetḗs Transliteration B: autoetēs Transliteration C: aftoetis Beta Code: au)toeth/s

English (LSJ)

ές, (ἔτος)

   A in or of the same year, of trees, αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP3.7.1; ἔριφος J.AJ3.9.3. Adv. αὐτοετές within the year, Od.3.322, D.C.36.37; γεννᾶν Arist.HA562b12; at one year old, ὀχεύεσθαι ib.545a24.

German (Pape)

[Seite 397] ές (ἔτος), in, von demselben Jahre, heurig, Arist.; Theophr. – Adv. αὐτόετες, in demselben Jahre, in Jahresfrist, Od. 3, 322.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοετής: -ές, (ἔτος), τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει, ἐνιαύσιος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14. 10· αὐτοετεῖς αὐαίνονται Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 7, 1· ― Ἐπίρρ. αὐτόετες, τῷ αὐτῷ ἔτει, Ὀδ. Γ. 322, Δίων Κ. 36. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est de l’année même, de la même année ; neutre adv. • αὐτοετές la même année.
Étymologie: αὐτός, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ές
1 en posición pred. en el mismo año, dentro del año en curso αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP 3.7.1, neutr. como adv. αὐ. οἰχνεῖν Od.3.322, αὐ. ἡμεροῦν D.C.36.37.3, γεννᾶν Arist.HA 562b12, ὀχεύεσθαι Arist.HA 545a24
que desempeña su función durante el mismo año (al tiempo que otra) προφήτης Didyma 278.3, 283, cf. 229.2.8 (todas imper.).
2 del primer año, del año μέλιτται Ael.NA 1.11, ἔριφος I.AI 3.231, εὐφόρβιον Gal.13.627.

Greek Monolingual

αύτοετής, -ές (Α)
1. αυτός που γίνεται μέσα στο ίδιο έτος με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. αὐτοετές
μέσα σ' ένα χρόνο, εντός του έτους.

Greek Monotonic

αὐτοετής: -ές (ἔτος), στον ή σχετικά με τον ίδιο χρόνο· επίρρ., αὐτόετες, μέσα στον ίδιο χρόνο, εντός του χρόνου, σε Ομήρ. Οδ.