γοεδνός: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γοεδνός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[γοερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόος]] αναλογικά [[προς]] τα επίθ. σε -<i>δνός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[σμερδνός]], [[ολοφυδνός]])].
|mltxt=[[γοεδνός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[γοερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόος]] αναλογικά [[προς]] τα επίθ. σε -<i>δνός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[σμερδνός]], [[ολοφυδνός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γοεδνός:''' -ή, -όν = το επόμ., σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοεδνός Medium diacritics: γοεδνός Low diacritics: γοεδνός Capitals: ΓΟΕΔΝΟΣ
Transliteration A: goednós Transliteration B: goednos Transliteration C: goednos Beta Code: goedno/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq.1., A.Pers.1057 (lyr.), Supp.73 (lyr.), 194.    II = sq.11, Id.Pers.1039 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

γοεδνός: -ή, -όν, (πρβλ. μακεδνός) = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1039, 1057, Ἱκέτ. 72, 194.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 lamentable, déplorable;
2 qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γόος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 lamentable γοεδνὰ δ' ἀνθεμίζομαι A.Supp.73, cf. Pers.1057, Supp.194.
2 que se lamenta διαίνομαι γ. ὤν anegado en llanto profiero gemidos A.Pers.1047.

• Etimología: v. γοάω.

Greek Monolingual

γοεδνός, -ή, -όν (Α)
ο γοερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόος αναλογικά προς τα επίθ. σε -δνός (πρβλ. σμερδνός, ολοφυδνός)].

Greek Monotonic

γοεδνός: -ή, -όν = το επόμ., σε Αισχύλ.