βωμολόχευμα: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βωμολόχευμα]], το (Α) [[βωμολοχεύομαι]]<br />(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες. | |mltxt=[[βωμολόχευμα]], το (Α) [[βωμολοχεύομαι]]<br />(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βωμολόχευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, only in pl.,
A ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.
German (Pape)
[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.
Greek (Liddell-Scott)
βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.
Greek Monolingual
βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.
Greek Monotonic
βωμολόχευμα: -ατος, τό, μέρος ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.