βωμολοχεύομαι

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχεύομαι Medium diacritics: βωμολοχεύομαι Low diacritics: βωμολοχεύομαι Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: bōmolocheúomai Transliteration B: bōmolocheuomai Transliteration C: vomolocheyomai Beta Code: bwmoloxeu/omai

English (LSJ)

play the buffoon, indulge in ribaldry, Ar.Fr.166; opp. σεμνύνομαι, Isoc.7.49; play low tricks, in Music, Ar.Nu.969, Phld.Mus.p.94K.:—Act. in Hsch. s.v. Λέσβιος ᾠδός, Suid.

Spanish (DGE)

• Morfología: [en v. act. Hsch.s.u. Λέσβιος ᾠδός, Sud.s.u. Διονυσίων σκώμματα]
1 hacer bufonadas, burlarse χαριεντίζῃ καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύῃ bromeas, te burlas de nosotros y haces bufonadas Ar.Fr.171, σεμνύνεσθαι γὰρ ἐμελέτων, ἀλλ' οὐ βωμολοχεύεσθαι Isoc.7.49, cf. en v.act. Sud.l.c.
2 mús. hacer bufonadas, desafinar εἰ δέ τις αὐτῶν βωμολοχεύσαιτ' ἢ κάμψειέν τινα καμπήν si alguno de ellos desafinaba o realizaba alguna inflexión Ar.Nu.969, cf. Phld.Mus.4.25.34
en v.act. διαφθείρων τὴν μουσικὴν καὶ πρὸς τὸ βωμολοχεύειν τρέπων destrozando la música y aplicándose a desafinar Hsch.l.c.

German (Pape)

[Seite 469] Possen treiben, Speichellecker sein, Ar. Nubb. 956; Gegensatz σεμνύνομαι Isocr. 7, 49; Sp.

French (Bailly abrégé)

faire le bouffon.
Étymologie: βωμολόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολοχεύομαι βωμολόχος de lolbroek uithangen.

Russian (Dvoretsky)

βωμολοχεύομαι: скоморошничать, кривляться, дурачиться Arph., Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχεύομαι: μεταχειρίζομαι χαμερπῆ κολακείαν, λέγω φλυαρίας, τέρπομαι εἰς ἀπρεπῆ σκώμματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 212· ἀντίθ. τῷ σεμνύνομαι, Ἰσοκρ. 149D· ―ὡσαύτως ἐπὶ ἀθλίας μουσικῆς, ἴδε ἐν λ. βωμολόχος Ι. 2. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ., ἴδε Λέσβιος ᾠδός, Σουΐδ.

Greek Monolingual

βωμολοχεύομαι (Α) βωμολόχος
κάνω άσεμνα, αισχρά αστεία.

Greek Monotonic

βωμολοχεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ πρόστυχες κολακείες, επιδίδομαι σε φαύλους αστεϊσμούς, σε Αριστοφ., Ισοκρ.

Middle Liddell

Dep. to use low flattery, indulge in ribaldry, Ar., Isocr.