ἀστυγείτων: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστυγείτων]] (-ονος), ο (Α) [[γείτων]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[πόλη]], ο [[γειτονικός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που γειτονεύει με την [[πόλη]], ο [[γείτονας]].
|mltxt=[[ἀστυγείτων]] (-ονος), ο (Α) [[γείτων]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[πόλη]], ο [[γειτονικός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που γειτονεύει με την [[πόλη]], ο [[γείτονας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστῠγείτων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κοντινός]] ή [[γειτονικός]] σε μια πόλη, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[γειτονικός]] σε μια πόλη, γειτνιάζων, όμορος, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστῠγείτων Medium diacritics: ἀστυγείτων Low diacritics: αστυγείτων Capitals: ΑΣΤΥΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: astygeítōn Transliteration B: astygeitōn Transliteration C: astygeiton Beta Code: a)stugei/twn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A near or bordering on a city, σκοπαί A.Ag.309; πόλιες Hdt.6.99, cf. 9.122, E.Hipp.1161, Plu.Rom.23; πόλεμοι Arist.Pol.1330a18.    2 as Subst., neighbour to the city, borderer, Hdt.2.104, 5.66, Th.1.15, X.HG1.3.2., SIG633.10 (Milet., ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 379] ονος, der Stadt benachbart, σκοπαί Aesch. Ag. 300; πόλις Eur. Hipp. 1161; Her. 6, 99; Din. 1, 24; πόλεμοι, Kriege mit den Stadtnachbarn, Arist. pol. 7, 9; Pol. 21, 7; πόλις Plut. Rom. 23; gew. οἱ, Gränznachbarn, Her. 1, 30 u. öfter; Thuc. 1, 15 Dem. 59, 106.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠγείτων: -ον, γεν. ονος, τῷ ἄστει γειτνιῶν, ἀστυγειτονικός, ἀστυγείτονας σκοπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 309˙ πόλεις Ἡρόδ. 6. 99, πρβλ. 9. 122, Εὐρ. Ἱππ. 1161˙ καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας πολέμους Ἀριστ. Πολ. 7. 10, 11. 2) ὡς οὐσιαστ. ὁ γειτνιάζων τῇ πόλει, ὅμορος, γείτων, Ἡρόδ. 2. 104., 5. 66, Θουκ. 1. 15, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
voisin d’une ville, proche d’une ville ; voisin, limitrophe en parl. de la ville elle-même ; voisin de frontière.
Étymologie: ἄστυ, γείτων.

Spanish (DGE)

-ον gen. -ονος
1 vecino, limítrofe σκοπαί A.A.309, πόλιες Hdt.6.99, τῶν ἐγγὺς ἀστυγειτόνων Πελοποννησίων Th.4.44, cf. E.Hipp.1161, LXX 2Ma.6.8, Plu.Rom.23
como subst. gener. en plu. οἱ ἀ. los vecinos οἱ ἀστυγείτονες ἐπολέμουν Th.1.15, cf. Hdt.2.104, 5.66, Isoc.8.87, D.23.39, X.HG 1.3.2, Plb.1.6.3, Milet 1(3).150.10 (II a.C.), CRIA 6.12 (I a.C.), Aristaenet.1.15.56, A.D.Adu.136.25, D.Chr.40.6, 45.6, D.C.68.10.3.
2 que es entre ciudades vecinas o limítrofes πόλεμος Arist.Pol.1330a18, Plb.4.45.5.

Greek Monolingual

ἀστυγείτων (-ονος), ο (Α) γείτων
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, ο γειτονικός
2. ως ουσ. αυτός που γειτονεύει με την πόλη, ο γείτονας.

Greek Monotonic

ἀστῠγείτων: -ον, γεν. -ονος,
1. κοντινός ή γειτονικός σε μια πόλη, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
2. ως ουσ., γειτονικός σε μια πόλη, γειτνιάζων, όμορος, σε Ηρόδ., Θουκ.