βαθύνοος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(Bailly1_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />à l’esprit profond.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[νόος]].
|btext=ους, ουν :<br />à l’esprit profond.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[νόος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύνοος:''' συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που έχει [[βαθιά]] και μεστή [[σκέψη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠνοος Medium diacritics: βαθύνοος Low diacritics: βαθύνοος Capitals: ΒΑΘΥΝΟΟΣ
Transliteration A: bathýnoos Transliteration B: bathynoos Transliteration C: vathynoos Beta Code: baqu/noos

English (LSJ)

ον, contr. βαθύ-νους, ουν,

   A of deep mind, Νέστωρ [Arist.] Pepl.9.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύνοος: συνῃρ. -νους, ουν, ἔχων βαθὺν νοῦν, Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 23 (Ἀποσπ. 13 Bgk.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
à l’esprit profond.
Étymologie: βαθύς, νόος.

Greek Monotonic

βᾰθύνοος: συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει βαθιά και μεστή σκέψη, σε Ανθ.