ἀοιδοθέτης: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀοιδοθέτης]], ο (Α)<br />αυτός που συνθέτει ωδές, ο [[λυρικός]] [[ποιητής]]. | |mltxt=[[ἀοιδοθέτης]], ο (Α)<br />αυτός που συνθέτει ωδές, ο [[λυρικός]] [[ποιητής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀοιδοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), [[ποιητής]] που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, [[λυρικός]] [[ποιητής]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A lyric poet, AP7.50 (Archim.).
German (Pape)
[Seite 272] ὁ, Liederdichter (wie νομοθέτης), Archimel. 2 (VII, 50).
Greek (Liddell-Scott)
ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ, λυρικὸς ποιητής, Ἀνθ. Π. 7. 50· πρβλ. ὑμνοθέτης, νομοθέτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: ἀοιδή, τίθημι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ poeta, AP 7.50 (Archimel.).
Greek Monolingual
ἀοιδοθέτης, ο (Α)
αυτός που συνθέτει ωδές, ο λυρικός ποιητής.
Greek Monotonic
ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), ποιητής που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, λυρικός ποιητής, σε Ανθ.