ἀπάρθενος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀπάρθενος]], -ον (Α)<br />αυτή που δεν [[είναι]] [[πλέον]] [[παρθένα]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> [[παρθένος]], [[παρθενικός]], ανέγγιχτος («απάρθενο [[κορίτσι]]»)<br /><b>2.</b> [[αδούλευτος]], [[καινούργιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν [[τρεις]] εκδοχές: α) <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>(προθετ.)</b> <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]]<br />β) <span style="color: red;"><</span> <i>αει</i>-<i>πάρθενος</i><br />και γ) <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>πάρθενος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀπάρθενος]], -ον (Α)<br />αυτή που δεν [[είναι]] [[πλέον]] [[παρθένα]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> [[παρθένος]], [[παρθενικός]], ανέγγιχτος («απάρθενο [[κορίτσι]]»)<br /><b>2.</b> [[αδούλευτος]], [[καινούργιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν [[τρεις]] εκδοχές: α) <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>(προθετ.)</b> <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]]<br />β) <span style="color: red;"><</span> <i>αει</i>-<i>πάρθενος</i><br />και γ) <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>πάρθενος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάρθενος:''' -ον, αυτή που δεν είναι [[πλέον]] [[παρθένα]], σε Θεόκρ.· <i>νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ'ἀπάρθενον</i>, «παντρεμένη [[παρθένα]] και [[χήρα]] [[νύφη]]», σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάρθενος Medium diacritics: ἀπάρθενος Low diacritics: απάρθενος Capitals: ΑΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: apárthenos Transliteration B: aparthenos Transliteration C: aparthenos Beta Code: a)pa/rqenos

English (LSJ)

ον,

   A no more a maid, Theoc.2.41; νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον 'virgin wife and widowed maid', E.Hec.612.

German (Pape)

[Seite 280] nicht mehr Jungfrau, Theocr. 2, 41; aber παρθένος ἀπάρθενος Eur. Hec. 610 = unglückliche Jungfrau.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάρθενος: -ον, ἡ μηκέτι παρθένος, Θεόκρ. 2. 41· νύμφην τ’ ἄνυμφον παρθένον τ’ ἀπάρθενον, «κακοπάρθενον παρθένον καὶ κακόνυμφον νύμφην» (Σχόλ.) Εὐρ. Ἑκ. 612.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
παρθένος ἀπάρθενος EUR vierge qui n’est plus vierge en parl. de Polyxène mariée à l’ombre d’Achille et dès lors ἀπάρθενος, mais παρθένος puisque c’est à une ombre qu’elle est mariée.
Étymologie: ἀ, παρθένος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser llamada virgen παρθένον τ' ἀπάρθενον de Polixena sacrificada como desposada con Aquiles, E.Hec.612.
2 no virgen, desflorada ἔθηκε κακὰν καὶ ἀ. ἦμεν Theoc.2.41.

Greek Monolingual

(I)
ἀπάρθενος, -ον (Α)
αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα.———————— (II)
-η, -ο
1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι»)
2. αδούλευτος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α- (προθετ.) + παρθένος
β) < αει-πάρθενος
και γ) < ευ-πάρθενος].

Greek Monotonic

ἀπάρθενος: -ον, αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα, σε Θεόκρ.· νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ'ἀπάρθενον, «παντρεμένη παρθένα και χήρα νύφη», σε Ευρ.