ἀποσχοινίζω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποσχοινίζω]] (Α) [[σχοίνος]]<br /><b>1.</b> [[αποχωρίζω]] με [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[αποκλείω]]. | |mltxt=[[ἀποσχοινίζω]] (Α) [[σχοίνος]]<br /><b>1.</b> [[αποχωρίζω]] με [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[αποκλείω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποσχοινίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποχωρίζω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[σχοινί]]· γενικά, [[αποχωρίζω]], [[διαχωρίζω]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A separate by a cord: hence generally, bar, exclude, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις D.25.28: abs., Plu.2.443c; ἀρετῆς Ph.1.205; ἀ. τινά τινος ib.219, cf. Lib.Decl.23.45.
German (Pape)
[Seite 329] abstricken, (durch ein herumgezogenes Seil, σχοῖνος) absondern, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς δικαίοις, γνώσεσι δικαστηρίων Dem. 25, 28, an die σχοινία μεμιλτωμένα der Volksversammlung erinnernd; übh. absondern, Philo; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut. virt. mor. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσχοινίζω: ἀποχωρίζω διὰ σχοινίου συρομένου ὁλόγυρα: ἐν γένει, ἀποχωρίζω, ἀπομονώνω, ἀποκλείω, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις Δημ. 778. 16· πρβλ. Πλούτ. 2. 443Β, Φίλωνα 1. 205, 219. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ, Θεόδ. Στουδ. σ. 228C.
French (Bailly abrégé)
séparer par une corde tendue ; séparer, isoler : τινός de qch.
Étymologie: ἀπό, σχοινίζω.
Spanish (DGE)
1 tr. separar mediante una cuerda o cordón de donde, gener. apartar, separar c. ac. αὐτούς Lib.Decl.23.45, c. ac. y gen. τῆς ἀληθείας ἑαυτούς Ath.Al.Gen.29, cf. Gr.Nyss.M.44.1177C.
2 intr. separarse ὅταν εὐσέβεια τῶν ἰδίων ὀργίων ἀποσχοινίσῃ Ph.1.219, ἀποσχοινίσαντες· ἀποστερήσαντες Hsch.
•en v. med.-pas. c. gen. ἀρετῆς ... ἀποσχοινισθείς Ph.1.205, ἀποσχοινισθεὶς τοῦ σοῦ συνοικεσίου PMasp.155.19 (VI d.C.), abs. ὡς μελλόντων αὐτῶν ἀποσχοινίζεσθαι Sch.Arat.942
•en perf. estar separado c. gen. ἀπεσχοινισμένος ἐστὶν ... τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας Alex.Al.Ep.encycl.3 (p.8.3), τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἀπεσχοίνισται Gr.Nyss.M.44.1161C, πάντων ... ἀπεσχοινισμένον Horap.2.103, c. dat. ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις apartado de todos los asuntos legales de la ciudad D.25.28
•estar interrumpido κοινωνίαν ... ἀπεσχοινισμένην Pall.V.Chrys.6 p.35.
Greek Monolingual
ἀποσχοινίζω (Α) σχοίνος
1. αποχωρίζω με σχοινί
2. αποκλείω.
Greek Monotonic
ἀποσχοινίζω: μέλ. -σω, αποχωρίζω ή διαχωρίζω με σχοινί· γενικά, αποχωρίζω, διαχωρίζω, σε Δημ.