ἀποθεραπεία: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀποθεραπεία]])<br />[[συμπλήρωση]] της θεραπείας, η [[πλήρης]] [[θεραπεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[λατρεία]] των θεών<br /><b>2.</b> [[περιποίηση]] του σώματος [[μετά]] τη [[γυμναστική]].
|mltxt=η (Α [[ἀποθεραπεία]])<br />[[συμπλήρωση]] της θεραπείας, η [[πλήρης]] [[θεραπεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[λατρεία]] των θεών<br /><b>2.</b> [[περιποίηση]] του σώματος [[μετά]] τη [[γυμναστική]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθεραπεία:''' ἡ, κανονική [[λατρεία]], [[θεῶν]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθερᾰπεία Medium diacritics: ἀποθεραπεία Low diacritics: αποθεραπεία Capitals: ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Transliteration A: apotherapeía Transliteration B: apotherapeia Transliteration C: apotherapeia Beta Code: a)poqerapei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A regular worship, θεῶν Arist.Pol.1335b15.    II restorative treatment after fatigue, Antyll. ap. Orib.6.21.1, Gal.Thras. 47.

German (Pape)

[Seite 302] ἡ, 1) Verehrung, θεῶν Arist. pol. 7, 14, 9. – 2) Heilung, Medic., bes. Nachkur. Bei den gymnastischen Uebungen der Schluß, den Salben des Leibes machte, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθερᾰπεία: ἡ, κανονικὴ λατρεία, πρὸς τὴν τῶν θεῶν ἀποθεραπείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14. ΙΙ. θεραπεία τοῦ σώματος, τελείᾳ ἀνάρρωσις, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei, 106· ἡ μετὰ τὴν ἐκ τῶν γυμνασίων κόπωσιν περιποίησις καὶ θεραπεία τοῦ σώματος, Γαλην. τ. 6. σ. 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 soin, culte, adoration;
2 soins du corps après les exercices gymnastiques.
Étymologie: ἀποθεραπεύω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 culto θεῶν Arist.Pol.1335b15.
2 medic. apoterapia, tratamiento para la recuperación después de los ejercicios deportivos, Antyll. en Orib.6.21.1, διὰ τοῦ ἀλείμματος Sor.100.8, cf. Gal.5.898.

Greek Monolingual

η (Α ἀποθεραπεία)
συμπλήρωση της θεραπείας, η πλήρης θεραπεία
αρχ.
1. η λατρεία των θεών
2. περιποίηση του σώματος μετά τη γυμναστική.

Greek Monotonic

ἀποθεραπεία: ἡ, κανονική λατρεία, θεῶν, σε Αριστ.