ἀποχάζομαι: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποχάζομαι]] (Α) [[χάζω]], -<i>ομαι</i>]<br />αποσύρομαι, απομακρύνομαι. | |mltxt=[[ἀποχάζομαι]] (Α) [[χάζω]], -<i>ομαι</i>]<br />αποσύρομαι, απομακρύνομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποχάζομαι:''' αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν [[τόπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A withdraw from, βόθρου Od.11.05; γραφίδων APl.4.181 (Jul. Aegypt.): abs., ἀποχασθῇ· ἀποθάνῃ, Hsch.:—Act., only in aor. imper. ἀπόχασον· ἀποχώρησον, Id.
German (Pape)
[Seite 335] (s. χάζομαι). dep. med., sich von etwas zurückziehen, βόθρου Od. 11, 95; das act. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχάζομαι: ἀποθ., ἀποσύρομαι, ἀλλ’ ἀποχάζεο βόθρου, χάζεο ἀπὸ βόθρου, ἀποχώρησον ἀπ’ αὐτοῦ, Ὀδ. Λ. 95· ἀλλὰ τάχος γραφίδων ἀποχάζεο Ἀνθ. Πλαν. 1881. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, «ἀπόχασον, ἀποχώρησον».
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
s’éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, χάζομαι.
English (Autenrieth)
withdraw from; βόθρου, Od. 11.95†.
Spanish (DGE)
retirarse, alejarse c. gen. βόθρου Od.11.95, γραφίδων AP 16.181 (Iul.Aegypt.), πολέμων Nonn.D.Perioche 57, de la luna ἀποχαζομένη Ὑπερίονος Man.2.483, μελέων Apoll.Met.Ps.37.19, cf. Hsch.
•abstenerse de c. inf. βαίνειν Eudoc.Cypr.2.288
•euf. por morir Hsch.
Greek Monolingual
ἀποχάζομαι (Α) χάζω, -ομαι]
αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
Greek Monotonic
ἀποχάζομαι: αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν τόπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.