βαρυσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυσίδηρος]], -ον (AM)<br />[[βαρύς]] από το πολύ [[σίδερο]].
|mltxt=[[βαρυσίδηρος]], -ον (AM)<br />[[βαρύς]] από το πολύ [[σίδερο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠσίδηρος:''' [ῐ], -ον, [[βαρύς]] από σίδηρο, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠσίδηρος Medium diacritics: βαρυσίδηρος Low diacritics: βαρυσίδηρος Capitals: ΒΑΡΥΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: barysídēros Transliteration B: barysidēros Transliteration C: varysidiros Beta Code: barusi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A heavy with iron, Plu.Aem.18.

German (Pape)

[Seite 435] ῥομφαία, schwer von Eisen, Plut. Aemil. 18.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρὺς ἐκ τοῦ σιδήρου, ῥομφαία, Πλούτ. Αἰμιλ. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un fer ou d’un acier pesant (épée).
Étymologie: βαρύς, σίδηρος.

Spanish (DGE)

-ον
de hierro pesado ὀρθὰς δὲ ῥομφαίας βαρυσιδήρους ... ἐπισείοντες blandiendo mandobles de hierro pesados y rectos PIu.Aem.18.

Greek Monolingual

βαρυσίδηρος, -ον (AM)
βαρύς από το πολύ σίδερο.

Greek Monotonic

βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρύς από σίδηρο, σε Πλούτ.