ἀποσκηνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(big3_6)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[acampar aparte]] τῶν Ἑλλήνων X.<i>An</i>.3.4.35.
|dgtxt=[[acampar aparte]] τῶν Ἑλλήνων X.<i>An</i>.3.4.35.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκηνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκηνώνω]] [[μακριά]] από, [[μεταφέρω]] την [[κατοικία]] μου [[μακριά]] από, <i>τινός</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκηνέω Medium diacritics: ἀποσκηνέω Low diacritics: αποσκηνέω Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΕΩ
Transliteration A: aposkēnéō Transliteration B: aposkēneō Transliteration C: aposkineo Beta Code: a)poskhne/w

English (LSJ)

   A encamp apart, πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἐλλήνων X.An. 3.4.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκηνέω: κατασκηνῶ μακράν τινος, τούτου ἕνεκα πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀποσκηνόω).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter sous une tente à part de, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.

Spanish (DGE)

acampar aparte τῶν Ἑλλήνων X.An.3.4.35.

Greek Monotonic

ἀποσκηνέω: μέλ. -ήσω, κατασκηνώνω μακριά από, μεταφέρω την κατοικία μου μακριά από, τινός, σε Ξεν.