ἀπάντημα: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀπάντημα]])<br />[[συνάντηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τύχη]], [[σύμπτωση]]. | |mltxt=το (Α [[ἀπάντημα]])<br />[[συνάντηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τύχη]], [[σύμπτωση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπάντημα:''' -ατος, τό ([[ἀπαντάω]]), [[συνάντηση]], [[συναπάντημα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπαντάω)
A meeting, E.Or.514. II chance, LXXEc.9.11.
German (Pape)
[Seite 278] τό, Begegnung, Eur. Or. 508.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάντημα: -ατος, τό, (ἀπαντάω) συνάντημα, οὐδ’ εἰς ἀπάντημ’, ὅστις αἷμ’ ἔχων κυρεῖ Εὐρ. Ὀρ. 514.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rencontre.
Étymologie: ἀπαντάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 encuentro περᾶν ... εἰς ἀπάντημ' E.Or.514.
2 ocasión καιρὸς καὶ ἀ. LXX Ec.9.11.
Greek Monolingual
το (Α ἀπάντημα)
συνάντηση
αρχ.
τύχη, σύμπτωση.
Greek Monotonic
ἀπάντημα: -ατος, τό (ἀπαντάω), συνάντηση, συναπάντημα, σε Ευρ.