ἁρπακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρπακτήρ]] (-ήρος), ο (θηλ., -κτειρα) (Α) [[αρπάζω]]<br />ο [[κλέφτης]].
|mltxt=[[ἁρπακτήρ]] (-ήρος), ο (θηλ., -κτειρα) (Α) [[αρπάζω]]<br />ο [[κλέφτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁρπακτήρ:''' ὁ ([[ἁρπάζω]]), [[άρπαγας]], [[κλέφτης]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρπακτήρ Medium diacritics: ἁρπακτήρ Low diacritics: αρπακτήρ Capitals: ΑΡΠΑΚΤΗΡ
Transliteration A: harpaktḗr Transliteration B: harpaktēr Transliteration C: arpaktir Beta Code: a(rpakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A robber, Il.24.262, Opp.H.1.373; Περσεφονείης Nonn.D.6.92, Jul. Or.2.87a.

German (Pape)

[Seite 358] ῆρος, ὁ, der Räuber, Il. 24, 262 u. sp. D., z. B. Ἅιδης Callim. ep. 47 (VII, 80).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπακτήρ: ὁ ληστής, Ἰλ. Ω. 262, Ὀππ. Ἁλ. 1. 373· ὡσαύτως Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 6, μετὰ διαφ. γραφ. ἁρπακτής, Γλωσσ., προσέτι, ἁρπάκτωρ, ἐν Ἐφραίμ. Καισ. 1194.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: ἁρπάζω.

English (Autenrieth)

ῆρος: robber, Il. 24.262†.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
rapaz, ladrón ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ... ἁρπακτῆρες Il.24.262, κύνες ἁρπακτῆρες Opp.H.1.373, λύκοι Lyc.147
raptor Περσεφονείης Nonn.D.6.92, cf. Iul.Or.3.87a.

Greek Monolingual

ἁρπακτήρ (-ήρος), ο (θηλ., -κτειρα) (Α) αρπάζω
ο κλέφτης.

Greek Monotonic

ἁρπακτήρ: ὁ (ἁρπάζω), άρπαγας, κλέφτης, σε Ομήρ. Ιλ.