δεκάπαλαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεκάπαλαι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[πριν]] από [[πάρα]] πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ [[δωδεκάπαλαι]] καὶ [[χιλιόπαλαι]] καὶ [[πρόπαλαι]] [[πάλαι]] [[πάλαι]]», Αριστ. Ιπ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> [[πάλαι]].
|mltxt=[[δεκάπαλαι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[πριν]] από [[πάρα]] πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ [[δωδεκάπαλαι]] καὶ [[χιλιόπαλαι]] καὶ [[πρόπαλαι]] [[πάλαι]] [[πάλαι]]», Αριστ. Ιπ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> [[πάλαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεκάπαλαι:''' επίρρ., προ πολλού, [[πριν]] [[πολύ]] καιρό, όπως το [[δωδεκάπαλαι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰπᾰλαι Medium diacritics: δεκάπαλαι Low diacritics: δεκάπαλαι Capitals: ΔΕΚΑΠΑΛΑΙ
Transliteration A: dekápalai Transliteration B: dekapalai Transliteration C: dekapalai Beta Code: deka/palai

English (LSJ)

[κᾰ], Adv.

   A a very long time ago, Com. form of πάλαι (cf. δωδεκάπαλαι), Ar.Eq.1154, Philonid.8, Henioch.2.1.

German (Pape)

[Seite 542] komisch verstärktes πάλαι, Ar. Equ. 1150; com. bei Ath. I, 23 e.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάπαλαι: ἐπίρρ., πρὸ πολλοῦ, πρὸ μακροῦ χρόνου, κωμικὸς τύπος τοῦ πάλαι, ὡς τὸ δωδεκάπαλαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154, Φιλωνίδ. Ἀδήλ. 21.

French (Bailly abrégé)

adv.
il y a bien longtemps.
Étymologie: δέκα, πάλαι.

Spanish (DGE)

(δεκάπᾰλαι)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. diez veces hace tiempo, hace mucho tiempo hipérb. cóm. sobre πάλαι Ar.Eq.1154, Philonid.8, Henioch.2.1, Phot.δ 152, Eust.725.40.

Greek Monolingual

δεκάπαλαι επίρρ. (Α)
πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι.

Greek Monotonic

δεκάπαλαι: επίρρ., προ πολλού, πριν πολύ καιρό, όπως το δωδεκάπαλαι, σε Αριστοφ.