πρόπαλαι
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
Adv. very long ago, πρόπαλαι πάλαι πάλαι Ar.Eq.1155, cf. Plu. 2.674f, Luc.JTr.26; πάλαι καὶ π. Them.Or.2.38a.
German (Pape)
[Seite 738] adv., vor sehr langer Zeit, den Begriff steigernd; mit πάλαι verbunden, Ar. Equ. 1155; vgl. Lob. Phryn. 47.
French (Bailly abrégé)
adv.
depuis longtemps.
Étymologie: πρό, πάλαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-παλαι, adv., lang geleden.
Russian (Dvoretsky)
πρόπᾰλαι: adv. весьма давно Plut., Luc.: π., πάλαι πάλαι Arph. давным-давно.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπᾰλαι: Ἐπίρρ., πρὸ πολλοῦ καὶ μακροῦ χρόνου, Πλούτ. 2. 674F, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 26· πρόπαλαι, πάλαι πάλαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1155· πάλαι καὶ πρ. Θεμίστ. 38Α.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προ πολλού, από πολύ παλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πάλαι «προ πολλού, τον παλιό καιρό»].
Greek Monotonic
πρόπᾰλαι: επίρρ., πολύ καιρό πριν, σε Αριστοφ.