χιλιόπαλαι
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
Adv. long long ago, Com. word, Ar.Eq.1155.
German (Pape)
[Seite 1356] adv., vor sehr langer Zeit, zur komischen Steigerung gebildet von Ar. Equ. 1151.
French (Bailly abrégé)
adv.
il y a mille fois longtemps, il y a très longtemps, il y a mille ans.
Étymologie: χίλιοι, πάλαι.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιόπᾰλαι: adv. шутл. тысячу раз давно, давным-давно Arph.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιόπᾰλαι: ἐπίρρ. χιλιάκις πάλαι, πρὸ ἀναριθμήτων ἐτῶν, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1155.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πριν από πάρα πολύ χρόνο, πριν από αναρίθμητα έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το χιλι(ο)- + πάλαι.
Greek Monotonic
χῑλιόπᾰλαι: επίρρ., χίλιες φορές πριν από πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια πριν, σε Αριστοφ.