ἀπαισχύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαισχύνομαι]] (Α)<br />[[ντρέπομαι]], [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από [[ντροπή]]. | |mltxt=[[ἀπαισχύνομαι]] (Α)<br />[[ντρέπομαι]], [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από [[ντροπή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπαισχύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνοῦμαι</i>, αποθ., [[αρνούμαι]] [[κάτι]] [[επειδή]] [[ντρέπομαι]], συστέλλομαι από [[ντροπή]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A shrink back or refuse through shame, Pl.Grg. 494c, Phld.Lib.p.34O.
German (Pape)
[Seite 275] aus Scham von etwas abstehen, es unterlassen, ἀπαισχυνοῦμαι u. ἀπῃσχύνθην, Plat. Gorg. 494 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαισχύνομαι: ἀποθ. συστέλλομαι ἐξ αἰσχύνης, ἀποσύρομαι ἐντρεπόμενος, ἀρνοῦμαι ἕνεκα ἐντροπῆς, Πλάτ. Γοργ. 494C· πρβλ. ἀποδειλιάω.
French (Bailly abrégé)
s’abstenir par pudeur, rougir de.
Étymologie: ἀπό, αἰσχύνω.
Spanish (DGE)
retraerse por vergüenza Pl.Grg.494c, Phld.Lib.p.34.
Greek Monolingual
ἀπαισχύνομαι (Α)
ντρέπομαι, αρνούμαι κάτι από ντροπή.
Greek Monotonic
ἀπαισχύνομαι: [ῡ], μέλ. -ῠνοῦμαι, αποθ., αρνούμαι κάτι επειδή ντρέπομαι, συστέλλομαι από ντροπή, σε Πλάτ.