συγκοινόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br />faire part de, communiquer : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκοινος]]. | |btext=-οῦμαι;<br />faire part de, communiquer : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκοινος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκοινόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, Μέσ., [[κοινοποιώ]], [[κοινολογώ]], [[ανακοινώνω]], <i>τίτινι</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A communicate, impart, τινί τι Th.8.75 (v.l. -νωνήσαντο). 2 in Pass., to be fastened firmly to, c. dat., Hero Aut.13.9:—Pass. also, -ωμένα let in, sunk, Id.Bel.76.6.
German (Pape)
[Seite 968] dep. med., mittheilen, ξυνεκοινώσαντο τὰ ἀποβησόμενα τοῖς Σαμίοις, Thuc. 8, 75.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοινόομαι: Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
faire part de, communiquer : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύγκοινος.
Greek Monotonic
συγκοινόομαι: μέλ. -ώσομαι, Μέσ., κοινοποιώ, κοινολογώ, ανακοινώνω, τίτινι, σε Θουκ.