ταυροβόλος: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ Ταυροβόλος</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταυροβόλος]] [[τελετή]]» — το [[ταυροβόλιον]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]]. | |mltxt=ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ Ταυροβόλος</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταυροβόλος]] [[τελετή]]» — το [[ταυροβόλιον]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ταυροβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), [[φονιάς]] ταύρων, τελετὴ [[ταυροβόλος]], [[θυσία]] ταύρου, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A striking or slaughtering bulls, τελετὴ τ., = ταυροβόλιον, IG22.4841.3, 11, 14.1018, 1020.
German (Pape)
[Seite 1073] Stiere werfend, erlegend, τελετή, ein Stieropfer, zu Ehren des Atys, Ep. ad. 190. 191 (App. 164. 239).
Greek (Liddell-Scott)
ταυροβόλος: -ον, ὁ βάλλων, φονεύων ταύρους, τελετὴ τ., θυσία ταύρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 164, 239.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on immole un taureau.
Étymologie: ταῦρος, βάλλω.
Greek Monolingual
ον, Α
1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους
2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο
3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» — το ταυροβόλιον επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.
Greek Monotonic
ταυροβόλος: -ον (βάλλω), φονιάς ταύρων, τελετὴ ταυροβόλος, θυσία ταύρου, σε Ανθ.