μετοικισμός: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μετοικισμός]]) [[μετοικίζω]]<br />[[μετοίκηση]], [[μετανάστευση]] («τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆς Σπάρτης ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸς ἑτέρους ἀποθνῄσκειν κελεύει», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=ο (ΑΜ [[μετοικισμός]]) [[μετοικίζω]]<br />[[μετοίκηση]], [[μετανάστευση]] («τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆς Σπάρτης ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸς ἑτέρους ἀποθνῄσκειν κελεύει», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετοικισμός:''' -οῦ, ὁ ([[μετοικίζω]]), [[μετανάστευση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A emigration, Plu.Publ.22, Agis11.
German (Pape)
[Seite 161] ὁ, das Versetzen in einen andern Wohnsitz, das Uebersiedeln; auch das Umziehen, Plut. Agis 11, oft.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικισμός: -οῦ, ὁ, μετοικία, μετοίκησις, Πλουτ. Ποπλικ. 22, Ἆγις 11.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
émigration.
Étymologie: μετοικίζω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μετοικισμός) μετοικίζω
μετοίκηση, μετανάστευση («τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆς Σπάρτης ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸς ἑτέρους ἀποθνῄσκειν κελεύει», Πλούτ.).
Greek Monotonic
μετοικισμός: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστευση, σε Πλούτ.