φιλοδωρία: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[φιλόδωρος]]<br />η [[ιδιότητα]] του φιλόδωρου, [[γενναιοδωρία]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ [[φιλόδωρος]]<br />η [[ιδιότητα]] του φιλόδωρου, [[γενναιοδωρία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλοδωρία:''' ἡ, [[αρέσκεια]] στην [[παραχώρηση]], [[γενναιοδωρία]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fondness for giving, bounteousness, IG7.101 (Megara), Luc.Vit.Auct.18, AelVH9.1, CIG2870 (Branchidae).
German (Pape)
[Seite 1279] ἡ, Schenkliebe, Freigebigkeit, Luc. vit. auct. 8.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδωρία: ἡ, τὸ φιλοδωρεῖν, γενναιοδωρία, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 18, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 2870.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habitudes de générosité, de munificence.
Étymologie: φιλόδωρος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ φιλόδωρος
η ιδιότητα του φιλόδωρου, γενναιοδωρία.
Greek Monotonic
φῐλοδωρία: ἡ, αρέσκεια στην παραχώρηση, γενναιοδωρία, σε Λουκ.