ἡμίπεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίπεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] το ήμισυ ώριμος, [[μισογινωμένος]]<br /><b>2.</b> μισοχωνεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέσσω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>πεπτος</i>, <i>εύ</i>-<i>πεπτος</i>].
|mltxt=[[ἡμίπεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] το ήμισυ ώριμος, [[μισογινωμένος]]<br /><b>2.</b> μισοχωνεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέσσω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>πεπτος</i>, <i>εύ</i>-<i>πεπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίπεπτος:''' -ον ([[πέσσω]]), μισομαγειρεμένος, [[μισοψημένος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπεπτος Medium diacritics: ἡμίπεπτος Low diacritics: ημίπεπτος Capitals: ΗΜΙΠΕΠΤΟΣ
Transliteration A: hēmípeptos Transliteration B: hēmipeptos Transliteration C: imipeptos Beta Code: h(mi/peptos

English (LSJ)

ον,

   A half-ripened, Plu.Caes.69; half-digested, τροφή Gal.11.666, al.

German (Pape)

[Seite 1169] halb gekocht, halb reif, καρποί, Plut. Caes. extr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπεπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑψημένος, Πλούτ. Καίσ. 69· κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, Γαλην. 6. 311., 8. 598.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié cuit, à moitié mûr.
Étymologie: ἡμι-, πέπτω.

Greek Monolingual

ἡμίπεπτος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος
2. μισοχωνεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά-πεπτος, εύ-πεπτος].

Greek Monotonic

ἡμίπεπτος: -ον (πέσσω), μισομαγειρεμένος, μισοψημένος, σε Πλούτ.