χυτλάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[χύτλον]]<br /><b>1.</b> [[αλείφω]] κάποιον με υδρέλαιο [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χυτλάζω]] ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=Α [[χύτλον]]<br /><b>1.</b> [[αλείφω]] κάποιον με υδρέλαιο [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χυτλάζω]] ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χυτλάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[αλείφω]] [[μετά]] το [[λουτρό]]· μεταφ., [[ξαπλώνω]] <i>χύτλασον σεαυτὸν ἐντοῖς στρώμασιν</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτλάζω Medium diacritics: χυτλάζω Low diacritics: χυτλάζω Capitals: ΧΥΤΛΑΖΩ
Transliteration A: chytlázō Transliteration B: chytlazō Transliteration C: chytlazo Beta Code: xutla/zw

English (LSJ)

   A anoint one after bathing, Hp. ap. Erot. (Pass.), cf. Gal. 19.155; cf. χύτλον 2.    2 metaph., throw carelessly down, τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.V. 1213, ubi v. Sch.

German (Pape)

[Seite 1385] eigtl. gießen, ausgießen; übrtr. hinstrecken, hinbreiten; τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar. Vesp. 1213, wo der Schol. zu vgl.; auch = begießen, reinigen, baden, salben.

Greek (Liddell-Scott)

χυτλάζω: μέλλ. -άσω, χρίω τινὰ μετὰ τὸ λουτρόν, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. χύτλον. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, ἔνθα ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam.

French (Bailly abrégé)

verser, répandre ; p. anal. étendre de tout son long.
Étymologie: χύτλον.

Greek Monolingual

Α χύτλον
1. αλείφω κάποιον με υδρέλαιο μετά το λουτρό
2. φρ. «χυτλάζω ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

χυτλάζω: μέλ. -άσω, αλείφω μετά το λουτρό· μεταφ., ξαπλώνω χύτλασον σεαυτὸν ἐντοῖς στρώμασιν, σε Αριστοφ.