λυπρότης: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυπρότης]], -ητος, ἡ (Α) [[λυπρός]]<br /><b>1.</b> [[αθλιότητα]], [[φτώχεια]], [[πενιχρότητα]]<br /><b>2.</b> (για τη γη) [[αγονία]], [[αφορία]]. | |mltxt=[[λυπρότης]], -ητος, ἡ (Α) [[λυπρός]]<br /><b>1.</b> [[αθλιότητα]], [[φτώχεια]], [[πενιχρότητα]]<br /><b>2.</b> (για τη γη) [[αγονία]], [[αφορία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λυπρότης:''' -ητος, ἡ, [[αθλιότητα]], μη [[γονιμότητα]], [[ακαρπία]] της γης, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.
Greek (Liddell-Scott)
λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
maigreur du sol.
Étymologie: λυπρός.
Greek Monolingual
λυπρότης, -ητος, ἡ (Α) λυπρός
1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα
2. (για τη γη) αγονία, αφορία.
Greek Monotonic
λυπρότης: -ητος, ἡ, αθλιότητα, μη γονιμότητα, ακαρπία της γης, σε Στράβ.