ῥοδοδάκτυλος: Difference between revisions
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(36) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ῥοδοδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. [[βροδοδάκτυλος]], Α<br />(συν. ως επίθ. της Ηούς, της αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] / [[βρόδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δαχτυλος</i> / [[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[δάκτυλος]]. | |mltxt=-η, -ο / [[ῥοδοδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. [[βροδοδάκτυλος]], Α<br />(συν. ως επίθ. της Ηούς, της αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] / [[βρόδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δαχτυλος</i> / [[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[δάκτυλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥοδοδάκτῠλος:''' -ον, [[ροδοδάκτυλος]], λέγεται για την Ηώ, Αυγή, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, Aeol. βροδοδάκτυλος (q.v.),
A rosy-fingered, as epith. of Ἠώς in Hom. and Hes., Od.2.1, Hes.Op.610, etc.; Ἰνάχου ῥοδοδάκτυλος κόρα B.18.18; Κύπρις Coluth.99.
German (Pape)
[Seite 846] rosenfingerig; oft bei Hom. u. Hes., stets als Beiwort der Eos, der Morgenröthe, vgl. Arist. rhet. 3, 2; auch sp. D., wie Anacr. 54, 1; Κύπρις, Coluth. 98; σαῦρα, Strat. 81 (XII, 242).
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδοδάκτῠλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἠοῦς παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἡ ἔχουσα ῥοδίνους δακτύλους, πρβλ. Nitzsch εἰς Ὀδ. Β. 1· Κύπρις Κόλουθ. 98.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts de roses.
Étymologie: ῥόδον, δάκτυλος.
English (Autenrieth)
rosy-fingered, epith. of Eos, goddess of the dawn.
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥοδοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α
(συν. ως επίθ. της Ηούς, της αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + -δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηρο-δάκτυλος.
Greek Monotonic
ῥοδοδάκτῠλος: -ον, ροδοδάκτυλος, λέγεται για την Ηώ, Αυγή, σε Όμηρ.