στιβάδιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στιβάδειον]], τὸ, Α [[στιβάς]], -[[άδος]]]<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[στιβάδα]] («[[στιβάδιον]] τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», <b>Αππ.</b>).
|mltxt=και [[στιβάδειον]], τὸ, Α [[στιβάς]], -[[άδος]]]<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[στιβάδα]] («[[στιβάδιον]] τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», <b>Αππ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''στῐβάδιον:''' τό, υποκορ. του [[στιβάς]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβάδιον Medium diacritics: στιβάδιον Low diacritics: στιβάδιον Capitals: ΣΤΙΒΑΔΙΟΝ
Transliteration A: stibádion Transliteration B: stibadion Transliteration C: stivadion Beta Code: stiba/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of στιβάς, Plu.Phil.4, Luc.Tox.31, App.BC1.61.

German (Pape)

[Seite 942] τό, dim. von στιβάς, Plut. Philop. 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στιβάς, Πλουτ. Φιλοπ. 4, Λουκ. Τόξ. 31.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de στιβάς.

Greek Monolingual

και στιβάδειον, τὸ, Α στιβάς, -άδος]
υποκορ. μικρή στιβάδαστιβάδιον τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», Αππ.).

Greek Monotonic

στῐβάδιον: τό, υποκορ. του στιβάς, σε Πλούτ., Λουκ.