σεπτός: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σεπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]] (α. «το σεπτό [[λείψανο]] του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σεπτά<br />θαυμαστά<br />σεβάσμια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεπτώς</i> / <i>σεπτῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σεπτά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεπτό, με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[σεπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]] (α. «το σεπτό [[λείψανο]] του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σεπτά<br />θαυμαστά<br />σεβάσμια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεπτώς</i> / <i>σεπτῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σεπτά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεπτό, με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σεπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[σέβομαι]], [[αξιοσέβαστος]], [[σεβαστός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A august, ἵησι σ. Νεῖλος ῥέος A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16.
German (Pape)
[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.
Greek (Liddell-Scott)
σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, -Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].
Greek Monotonic
σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.