ὀκταπόδης: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀκταπόδης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια («[[ὀκταπόδης]] [[καρκίνος]]», Νικ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>επτα</i>-<i>πόδης</i>]. | |mltxt=[[ὀκταπόδης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια («[[ὀκταπόδης]] [[καρκίνος]]», Νικ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>επτα</i>-<i>πόδης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀκτᾰπόδης:''' -ου, ὁ ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] [[οκτώ]] ποδών, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A eight feet long, Hes.Op.425. II eight-footed, καρκίνος Nic.Th.605.
German (Pape)
[Seite 317] = Folgdm; ἄξων, Hes. O. 427; bei Nic. Th. 605 der Krebs.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτᾰπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μῆκος ὀκτὼ ποδῶν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 437. ΙΙ. ὁ ἔχων ὀκτὼ πόδας, Νικ. Θ. 605.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 long ou large de huit pieds;
2 à huit pattes, octapode.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.
Greek Monolingual
ὀκταπόδης, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει οκτώ πόδια («ὀκταπόδης καρκίνος», Νικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. επτα-πόδης].
Greek Monotonic
ὀκτᾰπόδης: -ου, ὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος οκτώ ποδών, σε Ησίοδ.