ἐνηείη: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνηείη]], η (Α) [[ενηής]]<br />[[πραότητα]], [[αγαθότητα]], [[ευπροσηγορία]], [[ευμένεια]] («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[ἐνηείη]], η (Α) [[ενηής]]<br />[[πραότητα]], [[αγαθότητα]], [[ευπροσηγορία]], [[ευμένεια]] («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνηείη:''' ἡ ([[ἐνηής]]), [[καλοσύνη]], [[λεπτότητα]], [[πραότητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A kindness, gentleness, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος . . μνησάσθω Il.17.670, cf. Opp.H.5.519.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Wohlwollen, die Milde; Il. 17, 670; Opp. H. 5, 519; VLL. πρᾳότης.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηείη: ἡ, (ἐνηὴς) πραότης, προσήνεια, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος... μνησάσθω Ἰλ. Ρ. 670, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5 519.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion.
bonne volonté, douceur.
Étymologie: ἐνηής.
English (Autenrieth)
(ἐνηής): gentleness, amiability, Il. 17.670†.
Greek Monolingual
ἐνηείη, η (Α) ενηής
πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐνηείη: ἡ (ἐνηής), καλοσύνη, λεπτότητα, πραότητα, σε Ομήρ. Ιλ.