συναναπέμπω: Difference between revisions
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] ως συγκληρονόμο<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ»<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναπέμπω]] [[μαζί]], [[στέλνω]] [[μαζί]] [[προς]] τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπέμπω]] «[[στέλνω]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[εκπέμπω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] ως συγκληρονόμο<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ»<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναπέμπω]] [[μαζί]], [[στέλνω]] [[μαζί]] [[προς]] τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπέμπω]] «[[στέλνω]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[εκπέμπω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναναπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] προς τα πάνω από κοινού, [[αναπέμπω]] μαζί, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A send up together, Id.Rom.28.
German (Pape)
[Seite 1000] mit oder zugleich in die Höhe hinausschicken od. -werfen, Plut. Rom. 38.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπέμπω: ἀναπέμπω, πέμπω πρὸς τὰ ἄνω ὁμοῦ, Πλούτ. Ρωμ. 28. ΙΙ. συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῖ, Θεοφίλ. Ἰνστιτοῦτα 3. 3, 95.
French (Bailly abrégé)
exhaler ensemble.
Étymologie: σύν, ἀναπέμπω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο
2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ»
αρχ.
αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω, εκπέμπω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο
2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ»
αρχ.
αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω, εκπέμπω»].
Greek Monotonic
συναναπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω προς τα πάνω από κοινού, αναπέμπω μαζί, σε Πλούτ.