μελαντραγής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαντραγής]], -ές (Α)<br />(για [[σύκο]]) αυτό που τρώγεται όταν [[είναι]] μαύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]])].
|mltxt=[[μελαντραγής]], -ές (Α)<br />(για [[σύκο]]) αυτό που τρώγεται όταν [[είναι]] μαύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελαντραγής:''' -ές, αυτός που είναι [[μαύρος]] όταν είναι [[κατάλληλος]] να φαγωθεί (λέγεται για τα σύκα), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαντρᾰγής Medium diacritics: μελαντραγής Low diacritics: μελαντραγής Capitals: ΜΕΛΑΝΤΡΑΓΗΣ
Transliteration A: melantragḗs Transliteration B: melantragēs Transliteration C: melantragis Beta Code: melantragh/s

English (LSJ)

ές,

   A black when eaten, σῦκον AP 6.299 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 120] ές, schwarz zum Essen, σῦκον, Phani. 5 (VI, 299).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
noir et bon à manger (figue).
Étymologie: μέλας, τραγεῖν.

Greek Monolingual

μελαντραγής, -ές (Α)
(για σύκο) αυτό που τρώγεται όταν είναι μαύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + τραγής (< τρώγω)].

Greek Monotonic

μελαντραγής: -ές, αυτός που είναι μαύρος όταν είναι κατάλληλος να φαγωθεί (λέγεται για τα σύκα), σε Ανθ.