δυσλόγιστος: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσλόγιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> [[κακός]] στους υπολογισμούς του. | |mltxt=[[δυσλόγιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> [[κακός]] στους υπολογισμούς του. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσλόγιστος:''' -ον ([[λογίζομαι]]), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15. II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.
German (Pape)
[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.
Greek Monolingual
δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.
Greek Monotonic
δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.