διφροφορέω: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(big3_12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[llevar un taburete paród. del que era llevado detrás de las canéforos]] τὸν δίφρον γε διφροφόρει Ar.<i>Au</i>.1552.<br /><b class="num">2</b> [[llevar en silla de mano]] ἐκεῖνον διφροφορεῖν ἐποίησε D.C.47.10.3, en v. pas. οἱ διφροφορεύμενοι de los persas de mayor rango, Hdt.3.146, cf. I.<i>AI</i> 17.330, D.C.60.2.3, Lib.<i>Or</i>.25.32.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[llevar un taburete paród. del que era llevado detrás de las canéforos]] τὸν δίφρον γε διφροφόρει Ar.<i>Au</i>.1552.<br /><b class="num">2</b> [[llevar en silla de mano]] ἐκεῖνον διφροφορεῖν ἐποίησε D.C.47.10.3, en v. pas. οἱ διφροφορεύμενοι de los persas de mayor rango, Hdt.3.146, cf. I.<i>AI</i> 17.330, D.C.60.2.3, Lib.<i>Or</i>.25.32.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διφροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] πάνω σε [[σκαμνί]] ή [[φορείο]] — Παθ., [[ταξιδεύω]] με δίφρο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταφέρω]] ένα πτυσσόμενο [[κάθισμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφροφορέω Medium diacritics: διφροφορέω Low diacritics: διφροφορέω Capitals: ΔΙΦΡΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: diphrophoréō Transliteration B: diphrophoreō Transliteration C: difroforeo Beta Code: difrofore/w

English (LSJ)

   A carry in a chairor litter, D.C.47.10:—Pass., travel in one, οἱ διφροφορούμενοι, of the Persian princes, Hdt.3.146, cf. D.C.60.2, Lib. Or.25.32.    II carry a camp-stool (cf. sq.), Ar.Av. 1552.

German (Pape)

[Seite 645] den Stuhl tragen; τὸν δίφρον Ar. Av. 1552, was sich auf den Gebrauch von διφροφόρος bezieht, vgl. Ath. VI, 259 d, wo es als ein niedriger Dienst erscheint; in einem Tragsessel, einer Sänfte tragen, D. Cass. 47, 10. – Pass., in einer Sänfte getragen werden, sich in ihr tragen lassen, Her. 3, 146 u. Sp., wie D. Cass. 60, 2.

Greek (Liddell-Scott)

διφροφορέω: φέρω ἐπὶ δίφρου, Δίων Κ. 47. 10. ― Παθ., οἱ διφροφορούμενοι, ἐπὶ τῶν Περσῶν ἡγεμόνων, φερομένων ἐπὶ δίφρων, φορείων, Ἡρόδ. 3. 146, πρβλ. Δίωνα Κ. 60. 2. ΙΙ. φέρω δίφρον ΙΙ, δηλ. ἕδραν, καὶ τὸν δίφρον γε διφροφόρει (πρβλ. διφροφόρος) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1552.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter dans une chaise ou dans une litière;
Pass. se faire porter dans une chaise ou dans une litière.
Étymologie: διφροφόρος.

Spanish (DGE)

1 llevar un taburete paród. del que era llevado detrás de las canéforos τὸν δίφρον γε διφροφόρει Ar.Au.1552.
2 llevar en silla de mano ἐκεῖνον διφροφορεῖν ἐποίησε D.C.47.10.3, en v. pas. οἱ διφροφορεύμενοι de los persas de mayor rango, Hdt.3.146, cf. I.AI 17.330, D.C.60.2.3, Lib.Or.25.32.

Greek Monotonic

διφροφορέω: μέλ. -ήσω,
I. μεταφέρω πάνω σε σκαμνί ή φορείο — Παθ., ταξιδεύω με δίφρο, σε Ηρόδ.
II. μεταφέρω ένα πτυσσόμενο κάθισμα, σε Αριστοφ.