ζόφιος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(16) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζόφιος]], -ον (Α) [[ζόφος]]<br />[[ζόφεος]], [[ζοφερός]] («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=[[ζόφιος]], -ον (Α) [[ζόφος]]<br />[[ζόφεος]], [[ζοφερός]] («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζόφιος:''' -ον, = [[ζοφερός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,= ζόφεος, ζοφερός, ib. 7.377 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 1140] = ζοφερός, Ἐρινύες Eryc. 11 (VII, 377).
Greek (Liddell-Scott)
ζόφιος: -ον, = ζόφεος, ζοφερός, Ἀνθ. Π. 7. 377.
Greek Monolingual
ζόφιος, -ον (Α) ζόφος
ζόφεος, ζοφερός («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ζόφιος: -ον, = ζοφερός, σε Ανθ.