ἱππομύρμηξ: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππομύρμηξ]], -ηκος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μυρμήγκι]], αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἱππομύρμηκες</i><br />ιππικό από μυρμήγκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μύρμηξ]].
|mltxt=[[ἱππομύρμηξ]], -ηκος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μυρμήγκι]], αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἱππομύρμηκες</i><br />ιππικό από μυρμήγκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μύρμηξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππομύρμηξ:''' ὁ, αλογομέρμηγκας· στον πληθ., ιππικό αποτελούμενο από μυρμήγκια, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἱππομύρμηξ Medium diacritics: ἱππομύρμηξ Low diacritics: ιππομύρμηξ Capitals: ΙΠΠΟΜΥΡΜΗΞ
Transliteration A: hippomýrmēx Transliteration B: hippomyrmēx Transliteration C: ippomyrmiks Beta Code: *(ippomu/rmhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A horse-ant, dub. in Arist.HA606a5.    II pl., ant-cavalry, Luc.VH 1.12.

German (Pape)

[Seite 1260] ηκος, ὁ, Ameisenritter, Luc. Ver. hist. 1, 13; eine Art Ameisen, Arist. H. A. 8, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππομύρμηξ: ὁ, μέγας μύρμηξ, «ἀλογομύρμηκας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 3˙ ὁ Sundevall παραβάλλει τὸ εἶδος Formica Herculeana. ΙΙ. πληθ., ἱππικὸν ἐκ μυρμήκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 12˙ ἴδε ἱππογέρανοι.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ) :
cavalerie de fourmis.
Étymologie: ἵππος, μύρμηξ.

Greek Monolingual

ἱππομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)
1. μεγάλο μυρμήγκι, αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. ἱππομύρμηκες
ιππικό από μυρμήγκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μύρμηξ.

Greek Monotonic

ἱππομύρμηξ: ὁ, αλογομέρμηγκας· στον πληθ., ιππικό αποτελούμενο από μυρμήγκια, σε Λουκ.