ἐπιχαριεντίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιχαριεντίζομαι]] (Α)<br />[[σημειώνω]] [[κάτι]] ή [[αναφέρω]] ως [[παραπομπή]] [[κάτι]] για αστείο. | |mltxt=[[ἐπιχαριεντίζομαι]] (Α)<br />[[σημειώνω]] [[κάτι]] ή [[αναφέρω]] ως [[παραπομπή]] [[κάτι]] για αστείο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιχᾰριεντίζομαι:''' αποθ., [[μνημονεύω]] [[κάτι]] αστειευόμενος, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A quote as a good joke, Luc.Symp.12.
German (Pape)
[Seite 1002] dabei scherzen, Luc. Symp. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχᾰριεντίζομαι: Ἀποθ., ἐπιλέγω τι χαριεντιζόμενος, Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 12.
French (Bailly abrégé)
badiner agréablement.
Étymologie: ἐπί, χαριεντίζομαι.
Greek Monolingual
ἐπιχαριεντίζομαι (Α)
σημειώνω κάτι ή αναφέρω ως παραπομπή κάτι για αστείο.
Greek Monotonic
ἐπιχᾰριεντίζομαι: αποθ., μνημονεύω κάτι αστειευόμενος, σε Λουκ.