οἰκωφελία: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκωφελία]] και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) [[οικωφελής]]<br />[[οικονομία]] στο [[σπίτι]], [[νοικοκυροσύνη]] («[[δῶρον]]... γύναιξιν, [[νόος]] οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=[[οἰκωφελία]] και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) [[οικωφελής]]<br />[[οικονομία]] στο [[σπίτι]], [[νοικοκυροσύνη]] («[[δῶρον]]... γύναιξιν, [[νόος]] οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκωφελία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[κέρδος]], όφελος για το [[σπίτι]], [[νοικοκυροσύνη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκωφελία Medium diacritics: οἰκωφελία Low diacritics: οικωφελία Capitals: ΟΙΚΩΦΕΛΙΑ
Transliteration A: oikōphelía Transliteration B: oikōphelia Transliteration C: oikofelia Beta Code: oi)kwfeli/a

English (LSJ)

Ep. οἰκωφελίη, ἡ (cf.

   A οἶκον ὀφέλλειν Od.15.21), increase of the household or estate, housekeeping, τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ· ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ' οἰκωφελίη Od.14.223 ; γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος Theoc.28.2, cf. Naumach. ap. Stob.4.23.7.

German (Pape)

[Seite 304] ἡ, Rutzen fürs Haus, Wirthlichkeit; Od. 14, 223, dem Kriegsleben entgeggstzt; die Sorge für das Haus, die dessen Wohlstand mehrt, Ggstz οἰκοφθορία, Naumach. bei Stob. Floril. 74, 7; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκωφελία: Ἰων. -ίη, ἡ, «κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ οἰκουρία καὶ ἐπιμέλεια τοῦ οἴκου διὰ γεωργίας τυχὸν ἢ τοιούτου τινός, οὐ μὴν δι’ ἀποδημίας τῆς κατ’ ἐμπορίαν ἢ κατὰ πόλεμον» (Εὐστ.), τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ· ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ’ οἰκωφελίη Ὀδ. Ξ. 223· πρβλ. Ναυμάχιον παρὰ Στοβ. 438. 6, καὶ Gladstone Hom. Stud. 3. 78 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bien ou profit pour une maison ; soin du ménage.
Étymologie: οἰκωφελής.

Greek Monolingual

οἰκωφελία και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) οικωφελής
οικονομία στο σπίτι, νοικοκυροσύνηδῶρον... γύναιξιν, νόος οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

οἰκωφελία: Ιων. -ίη, ἡ, κέρδος, όφελος για το σπίτι, νοικοκυροσύνη, σε Ομήρ. Οδ.