οἰκοφθορία
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
ἡ,
A a squandering one's substance, οἰ. καὶ πενία Pl.Phd. 82c.
II γυναικῶν οἰκοφθορίαι seduction, Plu.2.12b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ruine d'une maison, perte de ses biens;
2 séduction d'une femme mariée, adultère.
Étymologie: οἰκοφθόρος.
German (Pape)
ἡ, Vernichtung, Verlust des Hauses und Vermögens; καὶ πενίαν φοβεῖσθαι, Plat. Phaed. 82c; Sp., wie Dion.Hal.; γυναικῶν γαμετῶν, die Verführung verheirateter Frauen, Plut. educ. 15.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοφθορία: ἡ
1 разорение, обнищание (οἰ. καὶ πενία Plat.);
2 совращение (γυναικῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφθορία: ἡ, φθορὰ τοῦ οἴκου, τῆς περιουσίας, οἰκ. καὶ πενία Πλάτ. Φαίδων 82C· οἰκ. γυναικῶν, ἐξαπάτησις, μοιχεία, Πλούτ. 2. 12Β.
Greek Monolingual
οἰκοφθορία, ἡ (Α) οικοφθόρος
1. η καταστροφή του σπιτιού ή της περιουσίας («οἰκοφθορίαν καὶ πενίαν φοβούμενοι», Πλάτ.)
2. μοιχεία.
Greek Monotonic
οἰκοφθορία: ἡ, κατασπατάληση περιουσίας, σε Πλάτ.
Middle Liddell
οἰκοφθορία, ἡ,
a squandering one's substance, Plat.
English (Woodhouse)
Translations
seduction
Armenian: գայթակղում, գայթակղություն; Bulgarian: съблазняване, прелъстяване; Catalan: seducció; Chinese Mandarin: 誘惑/诱惑; Czech: svádění; Danish: forføring; Dutch: verleiding; Finnish: houkuttelu, viettely; French: séduction; Galician: sedución; German: Verführung; Gothic: 𐌿𐍃𐍅𐌰𐌽𐌳𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: αποπλάνηση, ξελόγιασμα; Ancient Greek: διαφθορά, διαφθορή, ἠπερόπευμα, θέλγητρον, μαγγάνευμα, οἰκοφθορία, ὄλεθρος, παραγωγή, ὑπονόθευσις, ὑποφθορά, φθορά, φθορή; Japanese: 誘惑; Korean: 유혹; Latin: inlectamentum; Malay: penggodaan; Maori: hīangatanga; Plautdietsch: Vefierunk; Polish: uwodzenie; Portuguese: sedução; Russian: обольщение, совращение, соблазн; Spanish: seducción; Telugu: ప్రలోభము; Vietnamese: sự quyến rũ, sự dụ dỗ