Σκιάποδες: Difference between revisions
(37) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> [[μυθικός]] [[λαός]] της Λιβύης ή της Αιθιοπίας ή της Ινδίας, που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], έλαβε την [[ονομασία]] αυτή, [[επειδή]] οι κάτοικοι είχαν τόσο τεράστια πέλματα, ώστε τους χρησίμευαν και ως σκιάδια, ως καλύμματα της κεφαλής<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Αριστοφ.</b>) οι φιλόσοφοι που βάδιζαν στη [[σκιά]], στα [[σκοτεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] / [[σκιάδειον]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>]. | |mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> [[μυθικός]] [[λαός]] της Λιβύης ή της Αιθιοπίας ή της Ινδίας, που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], έλαβε την [[ονομασία]] αυτή, [[επειδή]] οι κάτοικοι είχαν τόσο τεράστια πέλματα, ώστε τους χρησίμευαν και ως σκιάδια, ως καλύμματα της κεφαλής<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Αριστοφ.</b>) οι φιλόσοφοι που βάδιζαν στη [[σκιά]], στα [[σκοτεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] / [[σκιάδειον]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Σκῐάποδες:''' [ᾱ], οἱ, [[μυθικός]] [[λαός]] στην [[περιοχή]] της Λιβύης που είχαν τεράστια πόδια και που τα χρησιμοποιούσαν ως ομπρέλες όταν αναπαύονταν, για να προφυλάσσονται από τον ήλιο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], οἱ,
A Shade-footed or Shady-feet, a fabulous people in the hottest part of Libya, with immense feet which they used as sunshades as they reclined, Ar.Av.1553, cf. Sch. ad loc., Archipp.53, Ctes.Fr.89.
Greek (Liddell-Scott)
Σκιάποδες: [ᾰ], οἱ, οἱ ἔχοντες τοὺς πόδας ὡς σκιάδεια, μυθικός τις λαὸς τοῦ θερμοτάτου μέρους τῆς Λιβύης, ἔχοντες πόδας ὑπερμεγέθεις, οἷς ἐχρῶντο ἀντὶ σκιαδείων, ὅτε ἀνεπαύοντο, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1553, πρβλ. Σχόλ. ἐν τόπῳ, Κτησ. Ἀποσπ. 89, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οἱ, Α
1. μυθικός λαός της Λιβύης ή της Αιθιοπίας ή της Ινδίας, που, σύμφωνα με την παράδοση, έλαβε την ονομασία αυτή, επειδή οι κάτοικοι είχαν τόσο τεράστια πέλματα, ώστε τους χρησίμευαν και ως σκιάδια, ως καλύμματα της κεφαλής
2. (κατά τον Αριστοφ.) οι φιλόσοφοι που βάδιζαν στη σκιά, στα σκοτεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά / σκιάδειον + πούς, ποδός].
Greek Monotonic
Σκῐάποδες: [ᾱ], οἱ, μυθικός λαός στην περιοχή της Λιβύης που είχαν τεράστια πόδια και που τα χρησιμοποιούσαν ως ομπρέλες όταν αναπαύονταν, για να προφυλάσσονται από τον ήλιο, σε Αριστοφ.